- φιλαγαθίᾳ
- φιλαγαθίᾱͅ , φιλαγαθίαlove of goodnessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαγαθία — ἡ, ΜΑ [φιλάγαθος] η αγάπη για το αγαθό, για το καλό («ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ὑπὸ φιλαγαθίας ζητεῑ», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
φιλαγαθίας — φιλαγαθίᾱς , φιλαγαθία love of goodness fem acc pl φιλαγαθίᾱς , φιλαγαθία love of goodness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγαθίαι — φιλαγαθίᾱͅ , φιλαγαθία love of goodness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγαθίαν — φιλαγαθίᾱν , φιλαγαθία love of goodness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγαθος — η, ο / φιλάγαθος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το αγαθό, το καλό, το δίκαιο («φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον», ΚΔ). επίρρ... φιλαγάθως Α με φιλαγαθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγαθός] … Dictionary of Greek
φιλαγαθωσύνη — και φιλαγαθοσύνη, ἡ, Α [φιλάγαθος] φιλαγαθία* … Dictionary of Greek